- κραταιός
- ά , όν сильный; мощный; могучий; могущественный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κραταιός — strong masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραταιός — ή, ό, θηλ. και ά (AM κραταιός, ά, όν, Α θηλ. και ή) 1. αυτός που έχει μεγάλη δύναμη, ισχυρός, δυνατός, ρωμαλέος (α. «κραταιή δυναστεία» β. «κραταιά αυτοκρατορία» γ. «θάνατος και μοῑρα κραταιή», Ομ. Ιλ. δ. «Τροίαν κραταιὸς Τελαμὼν πόρθησε», Πίνδ.… … Dictionary of Greek
κραταιός — ή, ό πολύ δυνατός (σωματικά, οικονομικά, στρατιωτικά κτλ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κραταιότερον — κραταιός strong adverbial comp κραταιός strong masc acc comp sg κραταιός strong neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραταιοτάτων — κραταιός strong fem gen superl pl κραταιός strong masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραταιοτέρων — κραταιός strong fem gen comp pl κραταιός strong masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραταιόν — κραταιός strong masc acc sg κραταιός strong neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραταιότατα — κραταιός strong adverbial superl κραταιός strong neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραταιότατον — κραταιός strong masc acc superl sg κραταιός strong neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραταιοτάτη — κραταιός strong fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραταιοτάτην — κραταιός strong fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)